Τα μονοπάτια!

Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός που τα καλοκαίρια πήγαινα για κάνα μήνα στο Ντινέρ'. Στον παππού και την γιαγιά, από την πλευρά της μάνας μου. Ο οικισμός, για όσους γνωρίζουν, είναι ένας μικρός, απομακρυσμένος παράδεισος στην πλαγιά του βουνού. Παλιά πετρόχτιστα σπίτια, καρυδιές και ψηλά πουρνάρια παντού, πηγές και ρυάκια που κατεβαίνουν από το βουνό με νερό άριστο, δροσερό, τόσο, που ξεχνάς την κάψα του καλοκαιριού.

Απομακρυσμένο, όμως, όπως είναι το Ντινέρ', δεν είχε τις ευκολίες του χωριού. Γι' αυτό και περίπου δυο φορές την εβδομάδα ο παππούς με έπαιρνε και κατεβαίναμε στον Εμπεσό για κάποια απαραίτητα ψώνια. Και όταν λέω κατεβαίναμε, εννοώ με τα πόδια, αμάξι δεν υπήρχε. Περπατούσαμε τότε στα βουνά και μάλιστα πολύ, δυο φορές τη μέρα πήγαινε στο μοναστήρι ο παππούς μου και δυο φορές στα πρόβατα.

Λοιπόν, κατεβαίναμε με τα πόδια, πέρναμε τον δρόμο μέχρι το παλιό σχολείο και από κει, από το πετρόχτιστο καντηλάκι που είναι δίπλα του, κατηφορίζαμε για το χωριό. Δίπλα από σπαρμένα χωράφια και ερειπωμένα σπίτια. Σε ρεματιές γεμάτες πέτρες που κατέβασε το βουνό και κοπάδια με πρόβατα. Μονοπάτι όχι δρόμος. Σαράντα λεπτά περίπου μέχρι το καφενείο που σταματούσαμε να πιεί αυτός έναν ελληνικό καφέ και εγώ μια πορτοκαλάδα μπλε. Και πάλι πίσω, ανηφορικά, αργά χωρίς κάτι να μας βιάζει.

Άλλες εποχές θα μου πείτε, άλλες συνήθειες και άλλοι ρυθμοί. Και συμφωνώ απόλυτα. Όμως να, που μερικές δεκαετίες μετά, μετά από την συνήθεια-ευκολία, το αυτοκίνητο, ο κόσμος επιστρέφει στις παλιές συνήθειες. Αρχίζει να περπατά ξανά μεγάλες διαδρομές, αρχίζει να τρέχει, να ψάχνει βουνά και δάση για να κάνει ποδήλατο, να γνωρίσει νέους τόπους. Να ξεφύγει από την τρέλλα της πόλης, από τους ρυθμούς που επιβάλει πια η καθημερινότητα όλων μας. Για άλλους λόγους δηλαδή απ' ότι παλιά, για ψυχαγωγία καί όχι από ανάγκη. Ή αν θέλετε, από μια ανάγκη εσωτερική, προσωπική, ο κόσμος ξεκινά να γυρίζει στη φύση, προσπαθεί να πάει με τους ρυθμούς της και μέσα από αυτή τη διαδικασία ανακαλύπτει ξανά συνήθειες και τρόπους από άλλες εποχές.

Μεγαλώνοντας κατέβαινα στο χωριό μαζί με φίλους μου και έμαθα κι' άλλο μονοπάτι, από τα αχούρια, που μ' έβγαζε λίγο πιο μακρυά από το καφενείο. Τέτοια μονοπάτια, σχεδόν ξεχασμένα, μονοπάτια που εξυπηρετούσαν τους ανθρώπους δεκαετίες είναι γεμάτα τα χωριά μας. Ενώναν χωριά και οικισμούς, τα θρυλικά μοναστήρια του Βάλτου και τα μοναδικά γεφύρια του. Αυτά τα μονοπάτια μπορούμε να ζωντανέψουμε ξάνα τα καλοκαίρια. Να ξεκινάς περπατώντας από τον Εμπεσό να ανεβαίνεις στο κάστρο ή στο παλιό σχολείο, τώρα λαογραφικό μουσείο, και από εκεί στον Αϊ Θωμά.

Και για να το πάω λίγο παραπέρα. Να ξεκινάς από την παραλία στην Αμφιλοχία και να φτάνεις στην αρχαία Λιμναία με τα πόδια και από εκεί στην Αμπρακιά, μέχρι την Αγία Παρασκευή στη Στάνο. Να συνεχίζεις για την Κεχρινιά, την Παναγία στη Βαρετάδα και την Αγία Παρασκευή, να προχωράς μέσα από το δάσος για να φτάσεις στα Ρέθα, να σε πουν τρελλό που περπάτησες τόσο αλλά να μη σε νοιάζει. Να συνεχίζεις για το γεφύρι στη Βέργα και από εκεί στα λουτρά να ξαποστάσεις.

Όσο σε βαστάνε τα πόδια σου να περπατάς στα μονοπάτια του Βάλτου, τα παλιά, τα ξεχασμένα. Να φτιάχνεις τη διαδρομή που θέλεις και αντέχεις κάθε φορά, και να τον γυρνάς ολόκληρο, από τον Αμβρακικό μέχρι τον Αχελώο.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Η Μπούκα, πόσους;

Λαογραφικό Μουσείο Εμπεσού, ένα μουσείο για τον Βάλτο!

Τα βουναλάκια!